-
1 ἐλαφρός
ἐλαφρός, auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, leicht; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Ggstz βαρύς, Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; συμφορά Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσϑαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, schnell übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι ϑέειν Od. 3, 370; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔϑηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; πούς Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ ποδώκης Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ ἡλικία, das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; λύσσα Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῠσι Isocr. 12, 31; καὶ εὐήϑης Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας κοῦφος.
-
2 ἐλαφρός
ἐλαφρός, leicht; (1) vom Gewicht; Ggstz βαρύς. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Τρώεσσι, fällt minder schwer; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσϑαί τι, etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe; öfter von Leichtbewaffneten. (2) sich leicht bewegend, flink, schnell; γυῖα δ' ἔϑηκεν ἐλαφρά, leicht, rüstig; ἐλαφρὰ ἡλικία, das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter. (3) gering, schwach; von einem Flusse; sanft, mild; leichtsinnig -
3 ἐλαφρός
A light in weight, τόν οἱ ἐ. ἔθηκε (sc. λᾶαν) Il.12.450;ξύλου ἐλαφρότερα Hdt.3.23
;πῦρ Parm.8.57
; opp. βαρύς, Pl.Ti. 63c, etc.; in Epitaphs, γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν 'sit tibi terra levis', Epigr.Gr.195 ([place name] Vaxos), cf. Sammelb. 315. Adv., τά (sc. δένδρεα)οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Od.5.240
.2 light to bear, easy, ; ;πόνος-ότερος ἑαυτοῦ συνηθείῃ γίνεται Democr.241
: later, [comp] Comp.ἐλαφρώτερον ἄλγος Max.173
; ἐλαφρόν [ ἐστι] 'tis light, easy, Pi.N.7.77, A.Pr. 265, etc.; easy to understand, [προβλήματα] ἐ. καὶ πιθανά Plu.2.133e
, cf. D.Chr. 18.11; ἐν ἐλαφρῷ ποιήσασθαί τι to make light of a thing, Hdt.3.154;οὐκ ἐν ἐ. ποιεῖσθαι Id.1.118
; οὐκ ἐν ἐ. no light matter, Theoc.22.212. Adv. -ρῶς, φέρειν ζυγόν to bear it lightly, Pi.P.2.93.3 light of digestion, Plu.2.137a.5 [voice] Act., ease-giving, B.Fr.8, Theoc.2.92.II light in moving, nimble, γυῖα δ' ἔθηκεν ἐ. Il.5.122;ἦ μάλ' ἐ. ἀνήρ 16.745
;ἐλαφρότατος ποσσί 23.749
; χεῖρες.. ἐπαΐσσονται ἐ. ib. 628;κίρκος.. ἐλαφρότατος πετεηνῶν 22.139
, Od.13.87; [ἵπποι] ἐλαφρότατοι θείειν 3.370
;ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς A.Pr. 125
(anap.); ἐ. ποδί ib. 281 (anap.);γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν Pi.N.5.20
;ἐ. ποδῶν ἴχνι' ἀειράμεναι Call.
Fr.anon. 391; ἐλαφρὰ ἡλικία the age of active youth, X.Mem.3.5.27; ἐλαφροί, οἱ, light troops, Id.An.4.2.27 (restricted to cavalry who fight at close quarters, Ascl.Tact.1.3): metaph., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας made them easier in condition, Epigr.Gr.905 ([place name] Gortyn). Adv. - ρῶς nimbly, Ar.Ach. 217;ὀρχεῖσθαι πυρρίχην X.An.6.1.12
.III metaph., light-minded, unsteady, fickle, πᾶν πλῆθός ἐστιν ἐ. Plb.6.56.11; ἐ. λύσσα light-headed madness, E.Ba. 851.IV Ἐλαφρός· Ζεὺς ἐν Κρήτῃ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφρός
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Φρόιντ, Ζίγκμουντ — (Freud, Φράιμπεργκ, σήμερα Πρίμπορ, Μοραβία 1856 – Λονδίνο 1939). Αυστριακός νευροπαθολόγος. Είναι ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Πρωτότοκος από 7 αδέλφια, γεννήθηκε από τον δεύτερο γάμο του Εβραίου εμπόρου Γιάκοπ Φρόιντ και τα πρώτα χρόνια της… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek